DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W X Z   <<  >>
Terms for subject Labor law (3674 entries)
de bijdrage van het Fonds in de kosten van herscholing η συνδρομή του Tαμείου στα έξοδα επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεως
de hinderpalen voor het vrije verkeer van personen τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων
de lonen aan de resultaten van de onderneming koppelen συνδέω τους μισθούς με την απόδοση της επιχείρησης
de lonen aan de werkelijke inflatie aanpassen προσαρμογή των μισθών στον πραγματικό δείκτη πληθωρισμού
de nationale bestuursinstellingen op het gebied van de arbeid εθνικές υπηρεσίες απασχολήσεως
de oren omsluitende helm ωτοασπίδα που καλύπτει πλήρως το πτερύγιο του αυτιού
de overeenkomst kan voor bepaalde of onbepaalde tijd worden aangegaan η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο
de pensioenen optrekken αναπροσαρμογή των συντάξεων
de pensioenen verhogen αναπροσαρμογή των συντάξεων
de pensioengerechtigde leeftijd bereiken συνταξιοδότηση
de pensioengerechtigde leeftijd bereiken χορήγηση σύνταξης
de scheepsdienst verlaten παραιτούμαι από το πλοίο
de scheepsdienst verlaten εγκαταλείπω τη ναυτική υπηρεσία
de vermindering van personeel begeleiden συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού
de verworven rechten van de werknemers opnieuw bekijken επανεξέταση των κεκτημένων δικαιωμάτων του προσωπικού
de werkgelegenheid ernstig aantasten επηρεάζει σοβαρά την απασχόληση
de werkgelegenheid voor de werknemers οι δυνατότητες απασχολήσεως των εργαζομένων
de werknemers εργατικό δυναμικό
de werknemers welke genoemde bezigheid willen opvatten οι εργαζόμενοι που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότητα
de werknemers worden genoodzaakt van woonplaats te veranderen οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι εν ανεργία έχουν αναγκασθεί να αλλάξουν κατοικία