DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject General (25249 entries)
ultimo τελικός
ultimo τελευταίος
ultimo Stato di transito τελευταίο κράτος διέλευσης
umanitario ανθρωπιστικός
umano άνθρωπος
umano ανθρώπινος
umore υγρό
un aerosol di questa sostanza è corrosivo per... το αερόλυμα αυτής της ουσίας είναι διαβρωτικό για...
un aerosol di questa sostanza irrita... το αερόλυμα αυτής της ουσίας ερεθίζει...
un aiuto concesso mediante fondi statali è attuato in modo abusivo ενίσχυση που χορηγείται με κρατικούς πόρους εφαρμόζεται καταχρηστικώς
un Comitato economico e sociale a carattere consultivo μία Oικονομική και Kοινωνική Eπιτροπή που ασκεί συμβουλευτικά καθήκοντα
un Comitato economico e sociale unico μία ενιαία Oικονομική και Kοινωνική Eπιτροπή
un Comitato speciale designato dal Consiglio per assistere la Commissione ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο για να επικουρεί την Eπιτροπή
un complesso di azioni che devono essere intraprese ένα σύνολο μέτρων που πρέπει να ληφθούν
un coordinamento obbligatorio υποχρεωτικός συντονισμός
un errore di servizio della Comunità υπηρεσιακό πταίσμα της Kοινότητος
un forte riscaldamento causerà un aumento della pressione con rischio di scoppio θέρμανση θα προκαλέσει αύξηση της πίεσης με κίνδυνο διάρρηξης
un funzionario retribuito in base agli stanziamenti per la ricerca e gli investimenti υπάλληλος αμειβόμενος από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις
un ordine irregolare αντικανονική διαταγή
un procedimento semplificato per il riconoscimento απλοποιημένη διαδικασία κηρύξεως της αναγνωρίσεως