Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14176 entries)
Alsazia
Αλσατία
alta capitalizzazione
υψηλή κεφαλαιοποίηση
Alta Normandia
Άνω Νορμανδία
altezza del fusto commerciabile
εμπορεύσιμον ύψος
altezza mercantile
εμπορεύσιμον ύψος
Alto Commissario per i diritti dell'uomo
Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα
alto rappresentante dell'Unione per gli affari esteri e la politica di sicurezza
ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας
altre attività a vista e a breve termine
λοιπές απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις
altre imposte indirette sulla produzione
λοιποί φόροι που συνδέονται με την παραγωγή
altre imposte indirette sulla produzione al netto degli altri contributi alla produzione
λοιποί φόροι που συνδέονται με την παραγωγή αφού αφαιρεθούν οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής
altre imposte sulla produzione
λοιποί φόροι επί της παραγωγής
altre partecipazioni
λοιπές συμμετοχές σε κεφάλαιο
altre prestazioni sociale
λοιπές κοινωνικές παροχές
altri conti attivi e passivi
λοιποί εισπρακτέοι/πληρωτέοι λογαριασμοί
altri contributi alla produzione
λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής
altri crediti a breve termine
λοιπά βραχυπρόθεσμα δάνεια
altri crediti a medio e lungo termine
λοιπά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια
altri depositi
λοιπές καταθέσεις
altri depositi in moneta nazionale
λοιπές καταθέσεις σε εθνικό νόμισμα
altri depositi in moneta straniera
λοιπές καταθέσεις σε ξένο νόμισμα
Get short URL