DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F GI J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Government, administration and public services (661 entries)
radiologia, analisi, esami di laboratorio ακτινολογικές εξετάσεις και ακτινοβολίες, αναλύσεις, εργαστηριακές εξετάσεις
rapporto concernante la competenza, il rendimento e il comportamento έκθεση που αφορά την ικανότητα, την απόδοση, τη διαγωγή και τη συμπεριφορά
rapporto informativo έκθεση βαθμολόγησης
rapporto informativo del personale Εκθέσεις κρίσης του προσωπικού
rapporto sulle capacità di espletare i compiti corrispondenti alle funzioni έκθεση για την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του
rappresentante del corpo medico εκπρόσωπος του ιατρικού σώματος (ιατρός)
rappresentanti statutari del personale εκπρόσωποι του προσωπικού
rateizzare in vari mesi καταβάλλω σε μηνιαίες δόσεις
recupero fisico άδεια για ανάπαυση; άδεια ανάπαυσης
redditi professionali εισόδημα από εργασία
reddito professionale annuo netto καθαρό ετήσιο εισόδημα από εργασία
Regime applicabile agli altri agenti delle Comunità europee Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; καθεστώς λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων
Regime comune di assicurazione malattia Κοινό Καθεστώς Υγειονομικής Ασφάλισης
Regime comune di assicurazione malattia Κοινό καθεστώς ασφάλισης ασθενείας
Regime comune di assicurazione malattia κοινονικό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως
Regime comune di assicurazione malattia κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης
regime delle pensioni συνταξιοδοτικό καθεστώς
regime di assicurazione contro le malattie delle Comunità κοινοτικό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης
regime di retribuzioni μισθολόγιο
regime disciplinare πειθαρχικές διατάξεις