DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F G H I JL M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Insurance (2104 entries)
importo teorico di una prestazione θεωρητικό ποσό μιας παροχής
impresa "sorella" "αδελφή" επιχείρηση
impresa di assicurazione ασφαλιστική εταιρία
impresa di riassicurazione αντασφαλιστική επιχείρηση
impresa di servizi ausiliari επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών
impresa madre apicale αρχική μητρική εταιρία
impresa mista μεικτή ασφαλιστική επιχείρηση
impresa mista πολυκλαδική επιχείρηση
impresa multiramo πολυκλαδική επιχείρηση
impresa multiramo μεικτή ασφαλιστική επιχείρηση
in transito υπό διαμετακόμιση
in transito υπό μεταφορά
inabilità permanente διαρκής ανικανότητα για εργασία
inattitudine al lavoro ανικανότητα προς εργασία
incapacità al lavoro ανικανότητα προς εργασία
incapacità lavorativa ανικανότητα προς εργασία
incaricato delle rivalse πράκτορας επανεισπράξεων
incendio conseguente a terremoto ζημιά από πυρκαγιά που προκλήθηκε από σεισμό
incurred but not reported ζημιές που συνέβησαν αλλά δεν αναγγέλθηκαν
indagine sugli oggetti a rischio εξέταση αντικειμένων που εκτίθενται σε κινδύνους