DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F GI JL M N O P Q R S T U VXZ À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3182 entries)
durata settimanale del lavoro εβδομαδιαίος χρόνος απασχόλησης
ebanista επιπλοποιός
eccentricità εκκεντρότητα
ecologia sul lavoro οικολογία στην εργασία
economia del lavoro οικονομία εργασίας
economo οικονόμος ξενοδοχείουεστιατορίων κ.λ.π.
effettivo dei disoccupati αριθμός ανέργων
effetto indotto sull'occupazione επιπτώσεις στην απασχόληση
effettuazione di funzioni usuali εκτέλεση στερεοτύπων εργασιών
elemento che si impiglia nei capelli στοιχείο σφιξίματος των μαλλιών
elemento di un lavoro παράγων εργασίας
elettrauto ηλεκτρολόγος οχημάτων
elettricista ηλεκτρολόγος εγκαταστάσεων
elettricista ηλεκτρολόγος σημάτων και φωτισμού νέον
elettricista di scena ηλεκτρολόγος θεάτρου,κινηματογράφου κ.λ.π.
elettricista industriale ηλεκτρολόγος συντηρητής
elettricista installatore ηλεκτρολόγος εγκαταστάσεως κτιρίων
elettricista montatore συναρμολογητής ηλεκτρικών συσκευών
elettricista-montatore ηλεκτρομηχανικός κινητήρων γεννητριών και μετασχηματιστών
elettromeccanico ηλεκτρομηχανικός