DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z   <<  >>
Terms for subject Finances (20443 entries)
qualità di investimento αξιολόγηση επένδυσης
qualità di investimento διαβάθμιση επένδυσης
qualità di membro del mercato regolamentato ιδιότητα μέλους της οργανωμένης αγοράς
qualità e specie φύση και είδος
qualsiasi incasso deve essere notificato all'ordinatore κάθε είσπραξη θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο κοινοποίησης στον διατάκτη
quantista αναλυτής που χρησιμοποιεί ποσοτικές τεχνικές ανάλυσης
quantità μέγεθος
quantità di acquisto επιβολή όρων στον αγοραστή ως προς τις ποσότητες
quantità di base di un Stato membro βασική ποσότητα κράτους μέλους
quantità di titoli ποσότητα αξιογράφων
quantità di titoli accreditati sul conto titoli ποσότητα αξιογράφων σε παρακαταθήκη
quantità di titoli attribuiti ποσότητα προκυπτόντων αξιογράφων
quantità di titoli distribuiti ποσότητα διανεμομένων αξιογράφων
quantità,natura,marche e numeri dei colli αριθμός,φύση,σήματα και αριθμοί των δεμάτων
quantitativo cumulato per fabbricante συνολική ποσότητα που διατίθεται στην αγορά
quantitativo destabilizzante αποσταθεροποιητική ποσότητα
quantitativo di base βασική ποσότητα
quantitativo massimo garantito Μέγιστη Εγγυημένη Ποσότητα
quantitativo massimo garantito ανώτατη εγγυημένη ποσότητα
quantitativo nazionale garantito εθνική εγγυημένη ποσότητα