DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G I L M N O P Q R S T U V W   <<  >>
Terms for subject Energy industry (1918 entries)
capacità di accumulazione αποθηκευμένη ενέργεια στη μονάδα μάζας
capacità di accumulazione ικανότητα αποθήκευσης
capacità di arricchimento del combustibile δυναμικότητα εμπλουτισμού του καυσίμου
capacità di cambiare combustibile δυνατότητα αλλαγής καυσίμων
capacità di corrente portata δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος
capacità di corrente portata μέγιστη αποδεκτή ένταση ρεύματος
capacità di corrente portata τρέχουσα ισχύς ρεύματος
capacità di corrente portata χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος
capacità di stoccaggio ικανότητα αποθήκευσης
capacità di stoccaggio αποθηκευμένη ενέργεια στη μονάδα μάζας
capacità in energia elettrica di una centrale ad accumulazione mediante pompaggio durante il funzionamento delle turbine ενεργειακή απόδοση αντλητικής υδροηλεκτρικής εγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των υδροστροβίλων
capacità tecnica τεχνική δυναμικότητα
capacità teorica di riduzione del carico ικανότης απορρίψεως φορτίου
capacità teorica totale di immagazzinamento μέγιστη χωρητικότητα ταμιευτήρα
capacità termica θερμιδική ικανότητα
carbon fossile λιθάνθρακας
carbone da coke άνθρακας για παραγωγή οπτάνθρακα
carbone di legna ξυλοκάρβουνο
carbone fossile a basso tenore di sostanze volatili άνθρακας χαμηλής περιεκτικότητας σε πτητικά
carbone magro άνθρακας με χαμηλή περιεκτικότητα σε πτητικά συστατικά