Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
Æ
Ø
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
Særligt program for udvikling af landbruget i Portugal
Ειδικό πρόγραμμα ανάπτυξης της γεωργίας στην Πορτογαλία
særligt udlandstillæg
αποζημίωση εκπατρισμού
særligt udlånsvindue
ειδικη θυριδα
særligt udvalg
ειδική επιτροπή
særligt udviklingsprogram inden for den lokale forvaltning
Ειδικό Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης
særligt udviklingsprogram inden for den lokale forvaltning
Ειδικό Αναπτυξιακό Πρόγραμμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
særpris
προτιμησιακή τιμή
særprogram for Afrika
ειδικό πρόγραμμα για την Αφρική
Særprogram for forskning og teknologisk udvikling samt demonstration inden for målrettet socioøkonomisk forskning
Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της επίδειξης, στον τομέα της στοχοθετημένης κοινωνικοοικονομικής έρευνας
Særprogram for forskning, teknologisk udvikling og demonstration inden for fremme af innovation og tilskyndelse til små og mellemstore virksomheders deltagelse
Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με θέμα "Προώθηση της καινοτομίας και ενθάρρυνση της συμμετοχής των MME"
Særprogram for forskning, teknologisk udvikling og demonstration inden for konkurrence- og bæredygtig vækst
Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με θέμα "Ανταγωνιστική και αειφόρος οικονομική ανάπτυξη"
særprogram for Sydafrika
Ειδικό πρόγραμμα για τη Νότια Αφρική
Særprogram til støtte for ledere af små og mellemstore virksomheder og iværksættere i de fem nye tyske delstater
Ειδικό πρόγραμμα για την υποστήριξη των στελεχών διαχείρισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και όσων επιθυμούν να ιδρύσουν επιχειρήσεις στα πέντε νέα γερμανικά ομοσπονδιακά κρατίδια
særskilt undersektion
ιδιαίτερο υποτμήμα
særskilte takster
αδεσμοποίητα τιμολόγια
sæsonarbejde
εποχιακή εργασία
sæsonarbejder
εποχικός εργαζόμενος
sæsonarbejdskraft
εποχιακό εργατικό δυναμικό
sæsonarbejdsløshed
εποχική ανεργία
sæsonbetinget overskud
εποχικό πλεόνασμα
Get short URL