DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Æ Ø   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
lågpåsætning τοποθετώ καψύλιο
lagre hos brugerne eller engros-og detailhandelen αποθέματα που κρατούνται από τους χρήστες,τους χονδρέμπορους ή τους λιανοπωλητές
lagre hos producenterne αποθέματα που κρατούνται από τους παραγωγούς
lammeudbytte παραγωγή αμνών
lammeudbytte παραγωγή αρνιών
lån δανειοληψία
lån χρηματοδότηση με δανειακά κεφάλαια
lån direkte fra hjemmehørende til ikke-hjemmehørende προκαταβολές που γίνονται απευθείας από μόνιμους κατοίκους σε μη μόνιμους κατοίκους
lån på særligt favorable vilkår χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους
lån til økonomisk genopbygning δάνειο οικονομικής επανόρθωσης
lån til teknisk udvikling πίστωση για τεχνολογική ανάπτυξη
lancering af produkt διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά
land der eksporterer primærprodukter χώρα που εξάγει πρωτογενή προϊόντα
land i en overgangsproces χώρα που διέρχεται μεταβατική περίοδο προς την οικονομία της αγοράς
land i en overgangsproces χώρα σε μεταβατικό στάδιο
land i en overgangsproces χώρα υπό μετασχηματισμό
land i en overgangsproces χώρες που βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης
land i mellemgruppen μεσαία χώρα
land med eksportoverskud χώρα "καθαρός εξαγωγέας"
land på vej mod markedsøkonomi χώρες που βρίσκονται σε στάδιο μετάβασης