Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
Æ
Ø
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
lactose
λακτόζη
læder
δέρμα
læderindustri
βυρσοδεψία
lædervarer
βιομηχανία δερμάτινων ειδών
lægdommer
ορκωτός δικαστής
læge
ιατρός
lægehus
ιατρικό κέντρο
lægemiddel til dyr
κτηνιατρικά προϊόντα
lægemiddelkontrol
επιτήρηση των φαρμάκων
lægeundersøgelse
ιατρική εξέταση
lægeurt
φαρμακευτικό φυτό
lægevidenskabelige områder
ιατρικές επιστήμες
lægtermoderskib
πλοίο για φορτηγίδες
lækage
διαρροή
lækage
οπή διαρροής
lækage
οπή εισροής
lærebog
σχολικό εγχειρίδιο
læreproces
διαδικασία εκμάθησης
lærer
εκπαιδευτικός
lærling
μαθητευόμενος
Get short URL