DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Æ Ø   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
kapitalformidling διάθεση του κεφαλαίου
kapitalforringelse μείωσις,εξάντλησις
kapitalgevinst κεφαλαιακή υπεραξία
kapitalgevinst κεφαλαιακό κέρδος
kapitalgoder πάγια κεφάλαια
kapitalgoder αγαθά επένδυσης
kapitalgoder διαρκή μέσα παραγωγής
kapitalgoder εξοπλισμός παραγωγής
kapitalgoder επενδυτικά αγαθά
kapitalgoder med kortere levetid βραχυπρόθεσμα κεφαλαιουχικά αγαθά
kapitalgodes levetid διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του αγαθού
kapitalindkomst εισόδημα εκ κεφαλαίων
kapitalindskud i andelsselskaber,som er juridiske personer κεφάλαιο επενδυόμενο σε συνεταιρισμούς που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα
kapitalindskud i finansielle og ikke-finansielle selskabslignende foretagender κεφάλαια που τοποθετούνται σε χρηματοδοτικές και μη χρηματοδοτικές οιονεί εταιρείες
kapitalindskud i interessentskaber,som er juridiske personer κεφάλαιο που επενδύεται σε προσωπικές εταιρείες που αναγνωρίζονται ωε ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα
kapitalindskud i selskabslignende foretagender κεφάλαια τοποθετημένα σε οιονεί εταιρείες
kapitalindstrømning εισροή κεφαλαίου
kapitalindstrømning εισροές κεφαλαίων
kapitalintensitet ένταση κεφαλαίου
kapitalinteresse εταιρική συμμετοχή