Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
À
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
U.D.F.-"Perspektiv og Realitet"-klubberne
UDF-Λέσχες "Προοπτικές και Πραγματικότητες"
uacceptabel strålingsudsættelse
υπέρμετρη έκθεση σε ακτινοβολία
uægte salgs- og tilbagekøbsforretning
πράξη προσωρινής εκχώρησης βάσει οριστικής σύμβασης πώλησης με σύμφωνο εξωνήσεως
Uafhængig
Ανεξάρτητος
uafhængig drift
ανεξάρτητη λειτουργία
uafhængig køber
αγοραστής μη συνδεόμενος με προσωπική σχέση με τον πωλητή
uafhængig monitoring af nøgledata
ανεξάρτητη παρακολούθηση καίριων στοιχείων
uafhængig national valgkommission
Ανεξάρτητη Εθνική Εφορευτική Επιτροπή
uafhængige stater i Centralasien
ανεξάρτητα κράτη της Κεντρικής Ασίας
uafhængigt udstyr
ανεξάρτητη συσκευή
uafsluttede sager betragtes som bortfaldne
τα εκκρεμούντα ζητήματα θεωρούνται άκυρα
uafviklet termins- og spotforretning i fremmed valuta
εκκρεμούσες πράξεις σε ξένα νομίσματα προθεσμιακές ή τοις μετρητοίς
uamortisabelt lån
δάνειο αόριστης διάρκειας
uanmeldt undersøgelse
διακρίβωση χωρίς προαναγγελία
uanset bestemmelserne i artikel l4
ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 14
uanset bestemmelserne i stk. 1
κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1
uanvendelighed
μη εφαρμογή
uautoriseret adgang
μη επιτρεπόμεvη πρόσβαση
ubåd bestykket med ballistiske raketter
υποβρύχιο εξοπλισμένο με βαλλιστικά βλήματα
ubåd bestykket med ballistiske raketter
υποβρύχιο εξοπλισμένο με βαλλιστικούς πυραύλους
Get short URL