DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Æ À   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
tag ikke arbejdstøjet med hjem ΜΗΝ παίρνετε τα ρούχα της δουλειάς στο σπίτι
tåge νέφος
tage i betragtning λαμβάνεται υπ'όψη
tage op til fornyet overvejelse επανεξέταση
tage stilling αποφαίνεται
tåge-og støveksplosion έκρηξη ομίχλης και κονιορτού
tågehorn σάλπιγγα ομίχλης
takkevending τυποποιημένη διατύπωση ευχαριστιών
takometer ταχύμετρο
takt ταχύτητα
taktil føler τεχνητό δέρμα
taktil sensor τεχνητό δέρμα
taktisk atomraket τακτικό πυρηνικό βλήμα
taktisk atomraket τακτικός πυρηνικός πύραυλος
taktisk atomvåben τακτικό πυρηνικό όπλο
taktisk flystøtte τακτική αεροπορική υποστήριξη
taktisk jord-til-jord ballistisk raket βαλλιστικό τακτικό βλήμα εδάφους-εδάφους
taktisk jord-til-jord ballistisk raket τακτικός βαλλιστικός πύραυλος εδάφους-εδάφους
taktisk luftoperation επιχείρηση τακτικής αεροπορίας
taktisk luftstyrke τακτική αεροπορία