Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
À
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
R10
εύφλεκτο
R10
Ρ10
R12
εξόχως εύφλεκτο
R12
Ρ12
R13
εξόχως εύφλεκτο υγροποιημένο αέριο
R13
Ρ13
R14
αντιδρά βίαια με νερό
R14
Ρ14
R14/15
αντιδρά βιαίως σε επαφή με το ύδωρ εκλύοντας αέρια λίαν ευανάφλεκτα
R14/15
Ρ14/15
R15
σε επαφή με νερό ελευθερώνονται πολύ εύφλεκτα αέρια
R15
Ρ15
R15/29
σε επαφή με νερό ελυθερώνονται τοξικά,λίαν εύφλεκτα αέρια
R15/29
Ρ15/29
R16
εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
R16
Ρ16
R17
αυτοαναφλέγεται στον αέρα
R17
Ρ17
R18
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα
R18
Ρ18
Get short URL