Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
À
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
magtmultiplikator
πολλαπλασιαστής ισχύος
magtprojektion
προβολή ισχύος
Main Planning Team
κύρια ομάδα σχεδίασης
mainstreaming
συνεκτίμηση διάστασης σε κοινοτική πολιτική
mainstreaming-princippet
συνεκτίμηση διάστασης σε κοινοτική πολιτική
Majlis
Ιρανικό Συμβούλιο
Majlis
ματζλίς
majoritet
πλειοψηφία
majsglutenfoder
τροφή από γλουτένη καλαμποκιού
majsmask
νερό από την έκπλυση καλαμποκιού
makroøkonometrisk efterspørgselsmodel
μακροοικονομετρικό μοντέλο ζήτησης
makroøkonomisk konditionalitet
μακροοικονομικές προϋποθέσεις
makroøkonomisk konditionalitet
μακροοικονομική προϋποθετότητα
makroøkonomisk og sektorspecifik prognosemodel
μακροοικονομικό και τομεακό μοντέλο προβλέψεων
makroøkonomisk virkning
μακροοικονομική επίδραση
makroøkonomisk virkning
μακροοικονομικό αποτέλεσμα
makroregion
μακροπεριφέρεια
makroregional strategi
μακροπεριφερειακή στρατηγική
makroregionsstrategi
μακροπεριφερειακή στρατηγική
maksimal garantimængde
μέγιστη εγγυημένη ποσότητα
Get short URL