DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Æ À   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
lænsevand σεντινόνερα
Lærdals bærbare maske προσωπίδαμάσκατσέπης Laerdal
læreanstalt på universitetsniveau ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης
lærekontrakt σύμβαση μαθητείας
lærlingekontrakt σύμβαση μαθητείας
lærlingeskole κέντρο τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης
lærred οθόνη
lærred ρούχα
læsepult αναλόγιο
læsioner fremkaldt af eksplosion τραυματισμός από εκρηκτικό κύμα πιέσεως
lager for radioaktivt affald εγκατάσταση αποθηκεύσεως ραδιενεργών αποβλήτων
lager ved minen απόθεμα που υπάρχει στο ορυχείο
lagerholdbarhed διάρκεια αποθήκευσης
lagerholdbarhed διάρκεια αποθήκευσης προϊόντος
lagerholdbarhed διάρκεια ζωής προϊόντος
lagerholdbarhed χρονικό όριο αποθήκευσης
lagerholdbarhed χρόνος διατηρήσεως εν αποθηκεύσει
lagerholdbarhed χρόνος κατά την αποθήκευση
lagerprøvetæller μετρητής δειγμάτων αποθεμάτων
lagerstabilitet χρόνος κατά την αποθήκευση