DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Æ À   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
L-net δικτύωμα L
L-netværk δικτύωμα L
L-retning διεύθυνση L
laåudmuring επένδυση καλύμματος
Laboratoriemedarbejder Παρασκευαστής
Laboratoriemester Aρχιπαρασκευαστής
laboratoriepersonale προσωπικό εργαστηρίου
laboratoriereagens αντιδραστήριο
laboratoriestikprøve εργαστηριακό δείγμα δοκιμής
Laboratorietekniker Tεχνικός υπάλληλος
laboratorium for sekundære actinider εργαστήριο ελασσόνων ακτινιδών
laboratorium for ydeevnevurdering af et indeslutnings-og overvågningssystem εργαστήριο για την εκτίμηση της αποδοτικότητας του συστήματος απομόνωσης και επι τήρ ηση ς
Labour-Partiet Εργατικό Κόμμα
lade το φορτίζειν
lade φορτίζω αντιδραστήρα
lade foretage afstemning om et ændringsforslag θέτω τροπολογία σε ψηφοφορία
lademekanisme μηχανισμός ξαναγεμίσματος
ladning φορτίο αντιδραστήρα
ladningsmanifest δηλωτικό φορτίου
læderaffald δέρμα βοοειδούς χωρίς τη ράχη