Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
À
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
identificering af chikaneopkald
αναγνώριση κακόβουλης κλήσης
identifikation
εξακρίβωση ταυτότητας
identifikation af katastrofeofre
προσδιορισμός θυμάτων καταστροφής
identifikationsfyr
φάρος αναγνώρισης
identifikationsmærkning
σήμανση αναγνωρίσεως
identitetsbedrageri
υποκλοπή ταυτότητας
αστυνομική ταυτότητα
identitetsmisbrug
κατάχρηση ταυτότητας
identitetssvig
υποκλοπή ταυτότητας
identitetstyveri
κατάχρηση ταυτότητας
idiolali
κατάσταση χαρακτηριζόμενη από την χρησιμοποιήση επινοημένης διαλέκτου
idiolekt
ιδιόλεκτος
idiom
ιδιωματισμός
idiom
αγγλισμός
idiom
γαλλισμός
idiotsikret
αλάθητο,αλάνθαστο
idriftssættelse
έναρξη λειτουργίας
ifølge fuldmagt
αντ' αυτού
ifølge fuldmagt
κατ' εντολή
ignøst
materiale
πυριγενές
Get short URL