DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Æ À   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
dækgasrum χώρος πληρούμενος με προστατευτικό αέριο
dækgassystem for kernerummet σύστημα προστασίας με αέριο του υπόγειου θόλου του αντιδραστήρα
dække behovet for personale ανάγκες προσωπικού
dækslast φορτίο καταστρώματος
dæksten οπτόπλινθος επένδυσης δοκαριών
dæksten τούβλο επένδυσης δοκαριών
dæmningsnavn ονομασία φράγματος
dæmper αποσβεστήρ ταλαντώσεων
dæmpningsækvivalent ισοδύναμο εξασθένησης
dag for fagfolk ημέρα έκθεσης αφιερωμένη σε επαγγελματίες
dag,hvor bondegårde holder åbent hus ημέρα ελεύθερης εισόδου στα αγροκτήματα
dagens menu μενού καθορισμένης τιμής
dagens menu ταμπλ ντ'οτ
daggert μικρό ξίφος
daglig drift af et anlæg καθημερινή λειτουργία του εργοστασίου
daglig gang ημερήσιο σφάλμα ώρας
daglig omregningskurs ημερήσια τιμή μετατροπής
daglig omregningskurs καθημερινός συντελεστής μετατροπής
daglig påklædning ένδυμα περιπάτου
daglig ration ημερήσιο σιτηρέσιο