Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á
À
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
være nødvendig for deres udvikling og industrialisering
ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αναπτύξεως και της εκβιομηχανίσεώς τους
være prisførende
έχω καθοριστικό ρόλο στο θέμα των τιμών
være selvfinansierende
έχει οικονομική αυτονομία
være skattefri
απαλλάσσομαι της φορολογίας
være skattepligtig
υπόκειμαι στο φόρο
værelse med morgenmad
δωμάτιο με πρωϊνό
værelsesbestilling
κράτηση δωματίου
værelsespris
τιμή δωματίου
væren
υπαρξιακός προσανατολισμός
Værkfører
Eιδικευμένος εργάτης
værkstedssvejsning
συγκόλληση στο συνεργείο
værktøj til informationsindsamling
μέσον συγκέντρωσης πληροφοριών
værktøj til kontrolstængernes lederørsprop
εργαλείο πώματος του οδηγού σωλήνα ράβδου ρυθμίσεως
værktøjskasse
εργαλειοθήκη
værnepligt
στρατιωτικές υποχρεώσεις
værnsfælles hovedkvarter
Μικτό Αρχηγείο
værnsfælles operation
μικτή επιχείρηση
værnskommando
Διοικήσεις των Όπλων
værst tænkelige uheld
δυσμενέστερο διανοητό ατύχημα
værst tænkelige uheld
μέγιστο προβλεπόμενο ατύχημα
Get short URL