DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
teknisk erhverv τεχνικά επαγγέλματα
teknisk FN-kommission τεχνική επιτροπή του ΟΗΕ
teknisk globaltilskud συνολική επιχορήγηση τεχνικού χαρακτήρα
teknisk gruppe IMP-GIC τεχνική ομάδα ΜΟΠ - διυπηρεσιακή ομάδα συντονισμού
teknisk handelshindring τεχνικό εμπόδιο
teknisk hjælp τεχνική βοήθεια
teknisk kemi βιομηχανική χημεία
teknisk keramik κεραμικά υλικά
teknisk kontrol τεχνικός έλεγχος
teknisk norm τεχνικό πρότυπο
teknisk optimal omdriftsalder τεχνική ωριμότης
teknisk regulativ τεχνικός κανόνας
teknisk samarbejde τεχνική συνεργασία
teknisk specifikation τεχνική προδιαγραφή
teknisk specifikation τεχνική ιδιομορφία
teknisk toldværdikomité Τεχνική Επιτροπή Δασμολογητέας Αξίας
teknisk udvalg (EU) τεχνική επιτροπή
Teknisk Udvalg for Oprindelsesregler Τεχνική Επιτροπή Κανόνων Καταγωγής
teknisk undervisning τεχνική εκπαίδευση
tekniske bestemmelser τεχνικός κανονισμός