DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y Z Æ   <<  >>
Terms for subject Law (16130 entries)
skattefri hensættelse κεφάλαιο που αρχικά σχηματίσθηκε με απαλλαγή από το φόρο
skattefri indtægt απαλλασσόμενη πληρωμή
skattefrit investeringsafkast εισόδημα από επενδύσεις για το οποίο έχει καταβληθεί ο φόρος
skatteligning i den stat,hvor hovedsædet er beliggende φορολόγηση της επιχείρησης στο κράτος που εδρεύει
skattelovgivning φορολογικό δίκαιο
skattely φορολογικό καταφύγιο
skattemæssig enhed καθεστώς της φορολογικής ολοκλήρωσης
skattemæssig fleksibilitet φορολογική ευελιξία
skattemæssig hjemsted i udlandet φορολογική κατοικία στο εξωτερικό
skattemæssig konsekvens af omdannelse φορολογική επίπτωση του μετασχηματισμού
skattemæssig omkostning φορολογικό κόστος
skattemæssig ulempe φορολογικό μειονέκτημα
skattemæssigt fænomen φορολογική ιδιαιτερότητα
skattemæssigt hjemsted φορολογική έδρα
skattemæssigt kriterium φορολογικό κριτήριο
skattemæssigt område φορολογικός χώρος
skattemæssigt underskud φορολογική ζημία
skattemyndighed φορολογική αρχή
skattemyndighed δημοσιονομική αρχή
skattemyndighed φορολογικές αρχές