Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
Æ
<<
>>
Terms for subject
Transport
(34094 entries)
skærstokstøtte
στήριγμα διαδοκίδας καλύμματος κύτους
skærstokstøtte
στήριγμα μοχλού περιστροφής ατράκτου άγκυρας
skærveballast
έρμα από θραυστά σκύρα
skærveballast
έρμα σπασμένο
skærvebelægning
σκυρόστρωτο
skærvebelægning
μακαντάμ
skærvebelægning
σκυρωτό
skærveknuser
θραυστήρας
skærvelag
σκυρόστρωτο
skærvelag
μακαντάμ
skærvelag
σκυρωτό
skærver
θραυστοί λίθοι
skærver
σκύρα οδοποιίας
skærver
θραυσμένοι λίθοι
skærver
λιθοσυντρίμματα
skærver
ψηφίδες
skærver
σκύρα του μακαντάμ
skærver
σκύρα του σκυρωτού
skæv bro
λοξή γέφυρα
skæv krydsning
διασταύρωση λοξή
Get short URL