DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
Særprogram for forskning, teknologisk udvikling og demonstration inden for konkurrence- og bæredygtig vækst Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με θέμα "Ανταγωνιστική και αειφόρος οικονομική ανάπτυξη"
særprogram for Sydafrika Ειδικό πρόγραμμα για τη Νότια Αφρική
Særprogram til støtte for ledere af små og mellemstore virksomheder og iværksættere i de fem nye tyske delstater Ειδικό πρόγραμμα για την υποστήριξη των στελεχών διαχείρισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς και όσων επιθυμούν να ιδρύσουν επιχειρήσεις στα πέντε νέα γερμανικά ομοσπονδιακά κρατίδια
særskilt undersektion ιδιαίτερο υποτμήμα
særskilte takster αδεσμοποίητα τιμολόγια
sæsonarbejde εποχιακή εργασία
sæsonarbejder εποχικός εργαζόμενος
sæsonarbejdskraft εποχιακό εργατικό δυναμικό
sæsonarbejdsløshed εποχική ανεργία
sæsonbetinget overskud εποχικό πλεόνασμα
sæsonmigration εποχική μετανάστευση
sætte pris-og mængdeoplysningerne i sammenhæng προσαρμογές για να διασφαλιστεί η συνέπεια των στοιχείων τιμών και όγκου
sætteplante δενδρύλλιο
såfremt det konstateres, at forskellen er ringe αν διαπιστωθεί ότι η διαφορά είναι ελάχιστη
saglig kompetence αρμοδιότητα καθ' ύλην
sagsomkostninger δικαστικά έξοδα
Sahel Σαχέλ
Saint Christopher og Nevis Άγιος Χριστόφορος και Νέβις
Saint Helena Αγία Ελένη
Saint Lucia Αγία Λουκία