DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Law (16130 entries)
særligt tilskud ειδικό επίδομα
særligt udvalg udpeget af Rådet ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο
særligt udvalg, der er udpeget af Rådet ειδική επιτροπή που ορίζεται από το Συμβούλιο
særordning for selvstændige erhvervsdrivende ειδικό σύστημα για μη μισθωτούς
særprogram om grundlæggende rettigheder og unionsborgerskab ειδικό πρόγραμμα "Θεμελιώδη δικαιώματα και ιθαγένεια"
særprogrammet "Forebyggelse og bekæmpelse af kriminalitet" ειδικό πρόγραμμα "Πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας"
særskilt beskatning af datterselskaber ξεχωριστή φορολόγηση των θυγατρικών
særskilt klage άσκηση χωριστής προσφυγής
særstempel ειδικό μονόγραμμα
sæsonarbejdsløs εποχιακά άνεργος
sæsonkorrigeret εκκαθαρισμένος από εποχιακές τάσεις
sæt retningslinjer σύνολο προσανατολισμών
sætte en besætning i pension εκμίσθωση προβατίνων
sætte på fri fod αποφυλάκιση
sætte på ventepenge θέση σε διαθεσιμότητα
sætte ud af kraft καταργώ
af samtligeDomstolensmedlemmer συνεδριάζω εν ολομελεία
af samtligeDomstolensmedlemmer συνεδριάζω σε ολομέλεια
sag for Domstolen υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου
sag med påstand om rømning af besatte lokaler αγωγή έξωσης