DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Finances (21045 entries)
nystartet Internetvirksomhed νέα επιχείρηση παροχής υπηρεσιών Internet
nyt fællesskabsinstrument Νέο Κοινοτικό Μέσο
nyt handelspolitisk instrument νέο μέσο εμπορικής πολιτικής
nyt lager νεοσύστατο απόθεμα
nyt projekt/program Νέο Πρόγραμμα
nyt særudvalg for kontakten til offentligheden νέα ειδική επιτροπή για επαφή με το κοινό
nyttefunktion συνάρτηση χρησιμότητας
nyttefunktion συνάρτηση ωφελιμότητας
nyttekvæg ζώο για εισόδημα
nytteprincip αρχή του φορολογικού αντισταθμίσματος
nyudstedelse νέα έκδοση
nyudstedelser νέα έκδοση
ø σχηματισμός "νησιού"
O-kupon lån oμoλoγία χωρίς τoκoμερίδιo
O-kupon lån ομόλογο μηδενικού τοκομεριδίου
objekt αντικείμενο ενδιαφέροντος
obligation ομόλογο επιχείρησης ή τράπεζας
obligation ομόλογο
obligation δανειακός τίτλος ενυπόθηκος
obligation ενυπόθηκες ομολογίες