DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
nyt produkt νέο προϊόν
nyt produkt,dvs.et produkt,der kun har eksisteret i den seneste periode νέο προϊόν,δηλ.σαν προϊόν που υφίσταται μόνο στην πιο πρόσφατη περίοδο
nyt program for udvikling i Afrika i 90'erne Νέο πρόγραμμα ανάπτυξης της Αφρικής για τη δεκαετία του '90
nyt transatlantisk marked Νέα Διατλαντική Αγορά
nyt vækstland χώρα με αναδυόμενη οικονομία
nyt vækstland χώρα αναδυόμενης οικονομίας
nyt vækstmarked αναδυόμενη αγορά
nytte χρησιμότητα ενός αγαθού
nytte-omkostningsgrad Σχέση κόστους/ωφέλειας συντελεστής κόστους/ωφέλειας
nyttelast ωφέλιμο φορτίο
nytteretning κτηνοτροφική εξειδίκευση
nytteværdi παραγωγική αξία
nytteværdi for pengene δείκτης κόστους ωφέλειας
nyudstedelser νέες εκδόσεις
ø νήσος
ØAF-lande χώρες της KAA
OAS-lande χώρες του OAK
objektive kriterier eller betingelser αντικειμενικό κριτήριο ή προϋπόθεση
obligation ομολογία
obligation μακροπρόθεσμη ομολογία