DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
nationalistisk parti εθνικιστικό κόμμα
nationalitet ιθαγένεια
nationalopsparing εθνική αποταμίευση
nationalpark εθνικό πάρκο
nationalprodukt εθνικό προϊόν
nationalregnskab εθνικοί λογαριασμοί
nationalregnskabets aggregater αριθμός των κατοίκων
nationalregnskabets hovedkonti απλοποιημένοι εθνικοί λογαριασμοί
nationalregnskabsidentitet λογιστικός περιορισμός
nationalregnskabsstatistiker εθνικολογιστής
nationalregnskabssystem σύστημα εθνικών λογαριασμών
nationalregnskabssystemet πλαίσιο των οικονομικών λογαριασμών
nationalsocialisme εθνικοσοσιαλισμός
nationalt agentur for genopbygning og udvikling Εθνικός Οργανισμός Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης
nationalt agentur for genopbygning og udvikling Εθνικός Οργανισμός για την Αναδιάρθρωση και την Ανάπτυξη
nationalt beskæftigelsesbegreb έννοια του εγχώριου απασχολούμενου πληθυσμού
nationalt bruttoenergiforbrug ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση καυσίμων
nationalt mindretal εθνική μειονότητα
nationalt parlament εθνικό κοινοβούλιο
nationalt program af fællesskabsinteresse for tilskyndelse til produktionsvirksomhed Εθνικό πρόγραμμα κοινοτικού ενδιαφέροντος για την τόνωση της παραγωγικής δραστηριότητας