Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Industry
(18953 entries)
lamelparket
σύνθετο παρκέτο
lamelplade
κυψελώδης πλάκα-διάφραγμα από ξύλο
lameltræ af tynde finerer
ξύλο σε ελασμάτια
lameltræ af tynde finerer
ξύλο σε φύλλα
lameltræ af tynde finerer
φυλλιδιωτόν ξύλον
lamelzone
απόσταση
lamelzone
ρατς
laminat
στρωματοποιημένη πλάκα
ξύλου
laminat
στρωματοποιημένη πλάκα
laminat
φύλλο εξελάσεως
laminatråpapir
χαρτί βάσης για εμποτισμό
laminere
ελασματοποιώ
laminere
κατασκευάζω υλικό με συγκόλληση λεπτοτάτων φύλλων
lamineret
στρώση από πλαστική ύλη
lamineret finerplade
στρωματοποιημένο ξυλόφυλλο
lamineret finerplade
στρωματοποιημένος καπλαμάς
lamineret folie
στρωματώδες φύλλο
lamineret laklæder
δέρμα με στιλπνή επικάλυψη
lamineret limtræ
συγκολλητή ξυλεία
lamineret pap
επικολλητό χαρτόνι
Get short URL