Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á
À
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
kreativ industri
βιομηχανία της δημιουργίας
kreativ industri
επιχείρηση δημιουργικής παραγωγής
kreativ industri
οικονομικός κλάδος της δημιουργίας
kreativt erhverv
οικονομικός κλάδος της δημιουργίας
kredit - og kautionsforsikring
ασφάλιση πιστώσεων και εγγυήσεων
kreditforening
πιστωτικοί συνεταιρισμοί
kreditforeningsobligation
ενυπόθηκη ομολογία
kreditforeningsobligation
ομολογία διασφαλιζόμενη με υποθήκη
kreditforeningsobligation
ομολογία εγγυημένη με υποθήκη; ενυπόθηκη ομολογία
kreditformidlende organ
ενδιάμεσος χρηματοπιστωτικός φορέας
kreditlinje med skærpede betingelser
πιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους
kreditlinje med skærpede betingelser og delvis risikobeskyttelse
πιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους, με μερική συμμετοχή στον κίνδυνο
kreditlinje med skærpede betingelser og delvis risikodækning for statsobligationer
πιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους, με μερική συμμετοχή στον κίνδυνο
kreditorstyrelse
πιστωτική υπηρεσία
kreds
διαμέρισμα 2. διοικητική περιφέρεια
(σε αντιδιαστολή προς το "διαμέρισμα", όταν οι δύο όροι συνυπάρχουν)
3. τομέας
(λ.χ. ταχυδρομικός)
kredsens lækage
διαρροή κυκλώματος
kredsens materiale
υλικά κατασκευής κυκλώματος
kredsleder
επιτηρητής μονάδων ελέγχου
kredsløbs-elementer
τροχιακά στοιχεία
kredsløbsbrud på grund af fejl i gennemføring
ρήξη ενός κυκλώματος λόγω αστοχίας εξαρτήματος διελεύσεως
Get short URL