Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
inkassobureau
γραφείo είσπραξης χρεώv
inkassofirma
γραφείo είσπραξης χρεώv
inkluderende økonomi
οικονομία για όλους
inkluderende økonomi
οικονομία χωρίς αποκλεισμούς
inklusiv vækst
ανάπτυξη χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς
inklusive alle afgifter
συμπεριλαμβανόμενων όλων των φόρων
inkorporeret produkt
ενσωματωμένο προϊόν
inkrementel omkostning
πρόσθετο κόστος
inkrementel omkostning
οριακό κόστος
inkunabel
αρχέτυπο
innovation
καινοτομία
Innovation i EU
Ένωση καινοτομίας
innovationspolitik
πολιτική για την καινοτομία
innovationspolitik
πολιτική εισαγωγής καινοτομιών
innovationsresultattavle
πίνακας αποτελεσμάτων στον τομέα της καινοτομίας
innovationsselskab
καινοτομική επιχείρηση
innovativ virksomhed
καινοτομική επιχείρηση
input
ενδιάμεση ροή
input
μέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα
input af varer og tjenester
ενδιάμεση κατανάλωση
Get short URL