DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Law (16130 entries)
ikke eksklusiv tvangslicens μη αποκλειστική υποχρεωτική άδεια
ikke få medhold η απόφαση δεν δικαιώνει κάποιον
ikke føre de foreskrevne bøger μη τήρηση καταλλήλων βιβλίων
ikke fuldgyldigt medlem προσχωρήσαν μέλος
ikke have kompetence til at behandle en sag προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής
ikke (være) hjemlet μη επιτρεπόμενος
ikke imødekomme klagen η απόφαση δεν έχει διορθωθεί
ikke korrekt at have gennemført direktiv κακή μεταφορά της οδηγίαςστο εσωτερικό δίκαιο
ikke korrigere afgørelse μη αποδοχή της προσφυγής
ikke offentlig κεκλεισμένων των θυρών
ikke offentlig,mundtlig forhandling μη δημόσια προφορική διαδικασία
ikke overdragelig μη μεταβιβάσιμο
ikke overdragelig μη οπισθογραφήσιμο
ikke stille dokumenter og bøger til rådighed ved kontrol μη εμφάνιση αποδεικτικών στοιχείων κατά τον έλεγχο
ikke til ordre μη οπισθογραφήσιμο
ikke til ordre μη μεταβιβάσιμο
ikke udnyttet græsningsret απαγόρευσις χρήσεως βοσκοτόπου
ikke vederlagsfrit indskud for så vidt angår bygninger εισφορά,επ'ανταλλάγματι τίτλων,με τη μορφή ακινήτων
ikke-afgiftspligtig juridisk person νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στο φόρο
ikke-afgiftspligtig transaktion μη φορολογητέα πράξη