Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
handelsuge
εμπορική εβδομάδα
handelsundervisning
εμπορική εκπαίδευση
handelsvirksomhed
εμπορική επιχείρηση
handelsvoldgift
εμπορική διαιτησία
handicappedes selvstændighed
αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες
handicappet
άτομο με ειδικές ανάγκες
handicapturisme
τουρισμός για άτομα με ειδικές ανάγκες
håndkøbsmedicin
φάρμακο που πωλείται ελεύθερα
handle i egenskab af formueforvalter
ενεργώ ως καταπιστευματοδόχος
handleevne
δικαιοπρακτική ικανότητα
handlende
έμπορος
handling eller undladelse, som skyldes policeindehaver
ενέργεια ή παράλειψη του ασφαλισμένου
Handlingsplan for forbrugerpolitikken
Σχέδιο δράσης για την πολιτική καταναλωτών
handlingsplan for risikovillig kapital
σχέδιο δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια
handlingsprogram
πρόγραμμα δράσης
handlingsprogram for reduktion af administrative byrder i Den Europæiske Union
Πρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Handlingsprogram til fordel for små og mellemstore virksomheder,herunder håndværksvirksomheder
Πρόγραμμα δράσης που αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις,συμπεριλαμβανομένων των βιοτεχνιών
handlingsprogram til udvikling af Fællesskabets interne og eksterne grænseregioner
κοινοτικό πρόγραμμα πρωτοβουλίας υπέρ των παραμεθορίων περιοχών
handlingsprogram til udvikling af Fællesskabets interne og eksterne grænseregioner
Πρόγραμμα κοινοτικής πρωτοβουλίας σχετικά με τις διασυνοριακές περιφέρειες
håndtering
μεταφορά και διακίνηση φορτίων
Get short URL