DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
handelsretligt selskab εμπορική εταιρεία
handelssamarbejde εμπορική συνεργασία
handelsstatistik εμπορικές στατιστικές
handelstraktat εμπορική σύμβαση
handelstransaktion εμπορική πράξη
handelstvist εμπορική διαφορά
handelsuge εμπορική εβδομάδα
handelsundervisning εμπορική εκπαίδευση
handelsvirksomhed εμπορική επιχείρηση
handelsvoldgift εμπορική διαιτησία
handicappedes selvstændighed αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες
handicappet άτομο με ειδικές ανάγκες
handicapturisme τουρισμός για άτομα με ειδικές ανάγκες
håndkøbsmedicin φάρμακο που πωλείται ελεύθερα
handle i egenskab af formueforvalter ενεργώ ως καταπιστευματοδόχος
handleevne δικαιοπρακτική ικανότητα
handlende έμπορος
handling eller undladelse, som skyldes policeindehaver ενέργεια ή παράλειψη του ασφαλισμένου
Handlingsplan for forbrugerpolitikken Σχέδιο δράσης για την πολιτική καταναλωτών
handlingsplan for risikovillig kapital σχέδιο δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια