DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
centraliseret indkøbsaktivitet δραστηριότητα κεντρικών προμηθειών
centraliseret procedure συγκεντρωτική διαδικασία
centralisering κεντρικός συντονισμός
Centralkomité Κεντρική Επιτροπή
Centralkomitéens politiske udvalg Πολιτική επιτροπή της Κεντρικής Επιτροπής
Centralkomiteens sekretariat Γραμματεία Κεντρικής Επιτροπής
centralled κεφαλή
centralorgan og dets tilsluttede institutter κεντρικός οργανισμός και τα υπαγόμενα σ'αυτόν ιδρύματα
centralregering κεντρική διοίκηση
centralstabsrådgiver Σύμβουλος του κεντρικού προσωπικού
centralt byområde κεντρική αστική περιοχή
centralt edb-regnskabssystem for nukleart materiale κετρικό σύστημα λογιστικής με τη βοήθεια υπολογιστή,για τα πυρηνικά υλικά
centralt hulrum κεντρικό διάκενο
centralt planlægningskontor Κεντρική Υπηρεσία Σχεδιασμού
centralværkstedet κεντρικό εργαστήριο
Centre for European Policy Studies Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής
centreringselement εξάρτημα προσαρμογής του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως
Centret for Information og Dokumentation Κέντρο Πληροφόρησης και Τεκμηρίωσης
Centret for Konfliktforebyggelse Κέντρο Πρόληψης Συγκρούσεων
centret til forebyggelse af kriser κέντρο πρόληψης των κρίσεων