DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V W X YÆ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Materials science (4509 entries)
brandhanedæksel κάλυμμα υδροστομίου
brandklasse κατηγορίες αντίστασης στην πυρκαγιά
brandkorps πυροσβεστική υπηρεσία
brandkorps πυροσβεστικό σώμα
brandlomme μικροεστία φωτιάς
brandmandsbælte πυροσβεστική ζώνη
brandmeldested κέντρο λήψης κλήσεων συναγερμών πυρκαγιάς
brandmodstandsdygtig ανθεκτικός σε πυρκαγιά
brandmodstandsdygtig ανθεκτικός σε φωτιά
brandmodstandsdygtighed χρόνος αντίστασης στην πυρκαγιά
brandøkse ατομικός πέλεκυς
brandøkse πέλεκυς πυροσβέστη
brandoverspring εξάπλωση φωτιάς
brandring δακτύλιος αντιπυρικός στη θυρίδα της εστίας
brands arnested εστία πυρκαγιάς
brandsagkyndig εμπειρογνώμονας πυρκαγιών
brandsikker άκαυστο
brandsikker άκαυστος
brandsikker πυροφραγμός
brandsikrende πυράντοχος