DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Coal (1403 entries)
ammoniakvand αμμωνιακόν ύδωρ
ammoniakvasker σύστημα εκπλύσεως αμμωνίας
ammoniumnitrat sprængstof εκρηκτική ύλη βάσεως νιτρικού αμμωνίου
ammoniumsulfat σουλφαμιδικόν αμμώνιον
amoniumnitratsprængstoffer αμμωνίτις
andel af inerte bestanddele περιεκτικότης εις αδρανή συστατικά
andre koksværker διάφορες άλλες εγκαταστάσεις οπτάνθρακα
ankerboltmetode μέθοδος διατηρήσεως της σωληνώσεως διά γρύλων
anlæg til udnyttelse af biprodukter εγκατάσταση εξαγωγής παραγώγων άνθρακος
anslagsvæg τοίχος εξοστράκισης
anslagsvæg τοίχος πρόσκρουσης
anslagsvinkel γωνία πρόσκρουσης
antændelse af methangas φλόγα έκρηξης αερίου
antændingsfarligt επικίνδυνο για πυρκαϊά
antændingsfølsomhed ευαισθησία σε πυροδότηση
anthracit ανθρακίτης
anthracitkul ανθρακίτης
anvendelsen af saltholdige sprængstoffer som binder det aflejrede støv χρήση αλατούχων πολτών και σκόνεων οι οποίες συγκρατούν τον αποτιθέμενο κονιορτό
arbejde med asbestholdige produkter κατεργασία προϊόντων που περιέχουν αμίαντο
arbejdere, som har en anerkendt faguddannelse inden for kul- og stålfagene εργαζόμενοι οι οποίοι έχουν αναγνωρισμένη ειδίκευση στα επαγγέλματα άνθρακος και χάλυβος