DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
parkeringsområde χώρος στάθμευσης
parlament κοινοβούλιο
parlamentarisk delegation κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία
parlamentarisk diplomati κοινοβουλευτική διπλωματία
parlamentarisk forespørgsel κοινοβουλευτική ερώτηση
parlamentarisk forsamling κοινοβουλευτική συνέλευση
parlamentarisk immunitet βουλευτική ασυλία
parlamentarisk interpellation επερώτηση
parlamentarisk kontrol κοινοβουλευτικός έλεγχος
parlamentarisk monarki κοινοβουλευτική μοναρχία
parlamentarisk procedure κοινοβουλευτική διαδικασία
parlamentarisk styre κοινοβουλευτικό πολίτευμα
parlamentarisk undersøgelse κοινοβουλευτική έρευνα
parlamentets forretningsorden κανονισμός του Κοινοβουλίου
parlamentets sammensætning σύνθεση του Κοινοβουλίου
parlamentsafstemning κοινοβουλευτική ψηφοφορία
parlamentsbeslutning ψήφισμα του Κοινοβουλίου
parlamentsbibliotek κοινοβουλευτική βιβλιοθήκη
parlamentsdokument κοινοβουλευτικό έγγραφο
parlamentsforhandling κοινοβουλευτική συζήτηση