Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
<<
>>
Terms for subject
Energy industry
(2006 entries)
fællesskabsinitiativ vedrørende overførsels- og distributionsnet for energi
Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ενέργειας
Fællesskabsinitiativ vedrørende overførsels-og distributionsnet for energi
Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ενέργειας
farad
φαράντ
(φαράδιο)
fast brændsel
στερεό καύσιμο
fast Li-batteri med polymerelektrolytter
συσσωρευτής στερεού λιθίου με ηλεκτρολύτες από πολυμερή
fastoxid-brændselscelle
κυψέλη καυσίμου στερεού ηλεκτρολύτη
fastoxidbrændselscelle
στοιχείο στερεού οξειδίου
FCC-krakning
καταλυτική πυρόλυση
fedtsyremethylester
μεθυλεστέρας λιπαρών οξέων
fejlstrømsafbryder
διάταξη προστασίας ρεύματος διαρροής
ferrolegering
σιδηροκράμα
ferrolegering
σιδηρόκραμα
ferrosiliciummangan
πυριτιομαγγανιούχος σίδηρος
ferrosilicummangan
σιδηροπυρίτιο-μαγγάνιο
ferrosilicummangan
πυριτιομαγγανιούχος σίδηρος
fertilt materiale
αναπαραγόμενο υλικό
fill-faktor
παράγοντας πλήρωσης
fissilt materiale til fredelige formaal
σχάσιμο υλικό για ειρηνικές εφαρμογές
fjernkølesystem
σύστημα τηλεψύξης
fjernkøling
αστική διανομή ψύχους
Get short URL