DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P Q R S T U V W Y Z Æ Ø   <<  >>
Terms for subject Finances (21045 entries)
ab fabrik εμπόρευμα παραδοτέο στο εργοστάσιο
ab fabrik στο εργοστάσιο
ab kaj παραδοτέο εκ της αποβάθρας
ab kaj στην αποβάθρα
ab skib εκ του πλοίου
ab skib παραδοτέο εκ του πλοίου "ex ship"
ABA-remail αναταχυδρόµηση A-B-A
ABC-remail αναταχυδρόµηση A-B-Γ
ABCP-conduit ιδιωτικά χρεώγραφα καλυμμένα με περιουσιακά στοιχεία
ABCP-conduit όχημα τιτλοποίησης τύπου ABCP
ABCP-investeringsselskab όχημα τιτλοποίησης τύπου ABCP
ABCP-investeringsselskab ιδιωτικά χρεώγραφα καλυμμένα με περιουσιακά στοιχεία
åben investeringsforening εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου,κυμαινόμενου κεφαλαίου
åben investeringsforening αμοιβαίο κεφάλαιο ανοιχτού τύπου
åben kontrakt ανοιχτά συμβόλαια
åben nettoposition καθαρή ανοικτή θέση
åben nettoposition i ECU καθαρή ανοικτή θέση σε Ecu
åben overførsel ανοικτή μεταφορά
åben valutaposition ανοικτή συναλλαγματική θέση
åbenhed διαφάνεια