DictionaryForumContacts

   Danish Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
abandonnering εγκατάλειψη πλοίου στους ασφαλιστές
Abate ελαττώνομαι
Abate μετριάζομαι
abbedisse ηγουμένη
ABC-kampmidler ατομικά, βιολογικά και χημικά μέσα
ABC-kampmidler πυρηνικά, βακτηριολογικά και χημικά μέσα
ABC-terapi ΑΒC της ανάνηψης,ΑΒC της αναζωογόνησης
Abe's substrat θρεπτικό υλικό της καλλιέργειας του AbbΓ
åben beholder ανοιχτό δοχείο
åben deloverenskomst ανοιχτή επιμέρους συμφωνία
åben dialog ανοιχτός διάλογος
åben digel værdi τιμή ανοικτού δοχείου
åben digel værdi ανοικτό σημείο αναφλέξεως
åben digel værdi τιμή ΑΣΑ
åben for accept ανοικτός προς αποδοχήν
åben grænseflade πρίζα ανοικτής διασύνδεσης
åben kanal φανερό κανάλι
åben karréopstilling ορθογώνια διάταξη τραπεζιών
åben seriepumpning σύστημα προώθησης ύδατος ανοικτού κυκλώματος
åben sti φανερό κανάλι