DictionaryForumContacts

   Danish Greek
A B C D E F G H I J K L M NP Q R S T U V WY Z Æ Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À   <<  >>
Terms for subject Finances (21045 entries)
afbalanceret porteføljeadministration εξισορροπημένη διαχείριση αμοιβαίου κεφαλαίου
afbetaling δόσεις
afbetaling τμηματική αποπληρωμή
afbetaling τμηματική εξόφληση
afbetaling πληρωμή με δόσεις
afbetalingslån δάνειο για αγορές με δόσεις
afbøde følgerne (af en sådan ændring) για την αντιμετώπιση των συνεπειώντης ενεργείας αυτής
afbrudt rifling διακεκομένη οδόντωση
afbryde διακοπή
afbrydelse af børshandelen ved voldomme kursudsving αυτόματη διακοπή διαπραγμάτευσης τίτλου
afbrydelse af kontinuiteten i Fællesskabets aktivitet διακοπή της συνέχειας της κοινοτικής δράσης
afdækning κάλυψη κινδύνου υποτίμησης
afdækning πράξη κάλυψης
afdækning mellem positioner πράξη κάλυψης μεταξύ θέσεων
afdækningsgaranti εγγυητική γραμμή
afdækningsglidning κίνδυνος ολίσθησης της αντιστάθμισης
afdækningsinstrument μέσο κάλυψης χαρτοφυλακίου
afdækningsinstrument μέσο αντιστάθμισης
afdeling υποκατάστημα
afdeling,der er etableret i udlandet θυγατρική επιχείρηση στο εξωτερικό