DictionaryForumContacts

   
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Æ À   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
ubådbaseret interkontinental raket διηπειρωτικό βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχιο
ubådbaseret interkontinental raket διηπειρωτικός πύραυλος που εκτοξεύεται από υποβρύχιο
ubådbaseret krydsermissil πύραυλος Kρουζ που εκτοξεύεται από υποβρύχιο
ubådsbaseret ballistisk raket BΠYE
ubådsbaseret ballistisk raket βαλλιστικό βλήμα εκτοξευόμενο από πλοίο επιφανείας
ubådsbaseret ballistisk raket βαλλιστικός πύραυλος υποβρύχιας εκτόξευσης
ubådsbaseret raket βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχιο
ubådsbaseret raket πύραυλος που εκτοξεύεται από υποβρύχιο
ubådsbekæmpelse ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις
ubådsbekæmpelsesaktion ανθυποβρυχιακή ενέργεια
ubeføjet udeblivelse fra tjenesten μη κανονική απουσία από την εργασία
ubehandlet mælk νωπό γάλα
ubekræftet materialebevægelse λογιστικός έλεγχος των διαμετακομίσεων
ubemandede målinger,overvågnings-og tilsynsoperationer επίβλεπτη μέτρηση,παρακολούθηση ή επιτήρηση
uberørt filament παρθενικό νήμα
ubesatte stillinger θέσεις απασχόλησης που δεν έχουν πληρωθεί
ubesatte stillinger κενές θέσεις απασχόλησης
ubeskyttet LOF i en delvist bestrålet kerne μη προστατευμένη απώλεια ροήςLOFσε μερικώς ακτινοβολημένο πυρήνα
ubestrålet brændsel oplagret under vand μη ακτινοβολημένο καύσιμο αποθηκευμένο κάτω από το νερό
ubevogtet fyr αφύλακτος φάρος