DictionaryForumContacts

   
А Б В Г Д Е Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ь Ю Я   <<  >>
Terms for subject Forestry (3560 entries)
заек λαγός
заздравявам ενισχύω
заздравявам δυναμώνω
заземен γειωμένος
закален επιφανειακά σκληρυμένος
заключително трасиране τελική επιμέτρηση
закон за горите δασική νομοθεσία
Закон (кодекс) за опазване на околната среда Περιβαλλοντικός κώδικας
законов νόμιμος
заледен παγωμένος
залежала стока παραμένοντα αγαθά
залесяване δάσωση μιας περιοχής που δεν προϋπήρχε δάσος
замръзвам παγώνω
замръзване на почвата παγετός εδάφους
замръзнала почва παγωμένο έδαφος
замръзнали парчета παγωμένα τεμάχια
занасяне υπόβαθρο
занасяне πλαίσιο
запалване ανάφλεξη
запалителна свещ σπινθηριστής