DictionaryForumContacts

   Polish Greek
A Ą B C Ć D E Ę F G H IK L Ł M N Ń O Ó P R S Ś T U WZ Ź Ż Q V X   <<  >>
Terms for subject Labor law (92 entries)
Protokół z 1990 r. do Konwencji nr 89 Międzynarodowej Organizacji Pracy dotyczącej pracy nocnej kobiet (zrewidowanejษ㠉㐀㐀㘀㐀  Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών", 1948
prywatna agencja zatrudnienia ιδιωτικό γραφείο απασχόλησης
prywatna agencja zatrudnienia ιδιωτικό γραφείο εξεύρεσης εργασίας
przejrzystość kwalifikacji διαφάνεια των επαγγελματικών προσόντων
przekwalifikowanie zawodowe επαγγελματική μετάβαση
przeszłość zawodowa επαγγελματική προϋπηρεσία
pszenica oplewiona σίτος σπέλτα
pszenica oplewiona όλυρα
ramy jakości dla staży πλαίσιο ποιότητας για την πρακτική άσκηση
ramy jakości dla staży ποιοτικό πλαίσιο για τις περιόδους άσκησης
równe traktowanie ίση μεταχείριση
równe wynagrodzenie za pracę o równej wartości ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας
równoległa kariera zawodowa partnerów οικογένεια διπλής σταδιοδρομίας
rozliczenie czasu pracy δελτίο εργασίας
rytm pracy ρυθμός εργασίας
segregacja rynku pracy διαχωρισμός της αγοράς εργασίας
segregacja rynku pracy επαγγελματικός διαχωρισμός
społeczna agenda dla transportu morskiego κοινωνικό θεματολόγιο για τις θαλάσσιες μεταφορές
surowce πρώτες ύλες
sytuacja gospodarcza i finansowa οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση