DictionaryForumContacts

   Polish Greek
A Ą B C Ć D E Ę F GIK L Ł M N Ń O Ó P R S Ś T U WZ Ź Ż Q V X   <<  >>
Terms for subject Government, administration and public services (183 entries)
korzyść majątkowa οικονομικά πλεονεκτήματα
kwalifikacje zawodowe επαγγελματικό τυπικό προσόν
kwalifikacje zawodowe τυπικό επαγγελματικό προσόν
lekarz ιατρός σύμβουλος
młodszy analityk κατώτερος ερευνητής
młodszy archiwista κατώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης
młodszy audytor κατώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής
młodszy ekonomista κατώτερος οικονομολόγος
młodszy finansista κατώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής
młodszy inspektor weterynaryjny κατώτερος επιθεωρητής κτηνίατρος
młodszy lekarz κατώτερος ιατρός σύμβουλος
młodszy naukowiec κατώτερος επιστημονικός υπάλληλος
młodszy operator ds. technologii informacji κατώτερος τεχνικός πληροφορικής
młodszy prawnik κατώτερος νομικός σύμβουλος
młodszy technik κατώτερος τεχνίτης
młodszy tłumacz Aναπληρωτής μεταφραστής
młodszy tłumacz κατώτερος μεταφραστής
młodszy tłumacz ustny Aναπληρωτής διερμηνέας
młodszy tłumacz ustny κατώτερος διερμηνέας
młodszy urzędnik Aναπληρωτής υπάλληλος γραφείου