DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K Ł M N O P R S T U W Z   <<  >>
Terms for subject Immigration and citizenship (673 entries)
ucieczka z obowiązującego miejsca pobytu διαφυγή από υποχρεωτική διεύθυνση διαμονής
Układ między Rządami Państw Unii Gospodarczej Beneluksu, Republiki Federalnej Niemiec oraz Republiki Francuskiej w sprawie stopniowego znoszenia kontroli na wspólnych granicach Συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα
układ z Schengen Συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα
ukrywanie się απόδραση
ułatwienia wizowe απλούστευση της έκδοσης θεωρήσεων
ułatwienia wizowe διευκόλυνση χορήγησης θεωρήσεων
umowa readmisyjna συμφωνία επανεισδοχής
Umowa w sprawie przystąpienia Królestwa Szwecji do Konwencji Wykonawczej do Układu z Schengen z dnia 14 czerwca 1985 roku w sprawie stopniowego znoszenia kontroli na wspólnych granicach podpisanej w Schengen dnia 19 czerwca 1990 r. Συμφωνία προσχωρήσεως του Βασιλείου της Σουηδίας στη Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 19η Ιουνίου 1990
uregulowanie pobytu rodziny νομιμοποίηση μελών οικογένειας
uregulowanie statusu νομιμοποίηση
urzędnik imigracyjny υπηρεσία μετανάστευσης
urzędnik łącznikowy αξιωματικός σύνδεσμος
urzędnik łącznikowy υπάλληλος-σύνδεσμος
urzędnik łącznikowy ds. imigracji αξιωματικός σύνδεσμος μετανάστευσης
urzędnik prowadzący postępowanie w sprawach z zakresu ochrony międzynardowej Υπεύθυνος αξιωματικός της διεθνούς αίτησης
utrata obywatelstwa απώλεια υπηκοότητας
utrata obywatelstwa απώλεια ιθαγένειας
utrata statusu απώλεια καθεστώτος
uzasadniona obawa przed prześladowaniem βάσιμος φόβος δίωξης
użycie siły χρήση βίας