DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
gabinete comercial εμπορική θυρίδα
gabinete de estudo εταιρεία μελετών
gabinete de intercâmbio de informações sobre a assistência técnica υπηρεσία ανταλλαγής πληροφοριών σε θέματα τεχνικής βοήθειας
Gabinete Europeu de Apoio em matéria de Asilo Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο
Gabinete Europeu do Artesanato e das PME para a Normalização Ευρωπαϊκό Γραφείο Τυποποίησης για τη Βιοτεχνία, το Εμπόριο και τις ΜΜΕ
Gabinete Internacional da Educação Διεθνές Γραφείο Παιδείας
gado ζωικό κεφάλαιο
gado vivo ζώντα ζώα
Galiza Γαλικία
Gâmbia Γκάμπια
Gana Γκάνα
ganhar com a cessão dos ativos  ωφελούμαι από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων
ganhos εισόδημα
ganhos προϊόν
ganhos πρόσοδος
ganhos e perdas de capital realizados πραγματοποιηθέντα κέρδη ή ζημίες κεφαλαίου
ganhos inesperados απρόσμενο, απροσδόκητο κέρδος
garantia εγγύηση
garantia contra o aumento dos custos dos produtos exportados εγγύηση έναντι αυξήσεων του κόστους των εξαγόμενων προïόντων
garantia de crédito εγγύηση πίστωσης