DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
iniciativa local para o emprego τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης
iniciativa para o crescimento europeu ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία
Iniciativa Produtividade πρωτοβουλία παραγωγικότητας
iniciativas das empresas πρωτοβουλία των επιχειρήσεων
injeção de fundos próprios εισφορά ιδίων κεφαλαίων
injunção δικαστική εντολή
inovação καινοτομία
input do mercado interno συντελεστής παραγωγής από την εγχώριο αγορά
input fisicamente incorporado συντελεστής παραγωγής φυσικώς ενσωματωμένος
input importado εισαγόμενος συντελεστής παραγωγής
inquérito ao consumo έρευνα κατανάλωσης
inquérito aos orçamentos familiares έρευνες για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς
inquérito económico οικονομική έρευνα
inquérito iniciado έρευνα που έχει αρχίσει
inquérito judiciário διεξαγωγή αποδείξεων
inquérito no local επιτόπια έρευνα
inquérito parlamentar κοινοβουλευτική έρευνα
inquérito sobre as práticas de evasão διερεύνηση των πρακτικών καταστρατήγησης
inquérito social κοινωνική έρευνα
inquéritos efetuados várias vezes ao longo do ano εκτίμηση με βάση μία μόνο ετήσια έρευνα